Παρατίθεται πρώτα το πρωτότυπο αρχαίο κείμενο, κατόπιν μετάφραση του στα νέα ελληνικά και στα αγγλικά ή γαλλικά:
«ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ»
Διόδωρου Σικελιώτη, Τόμος Ζ [11,11]: Ὧν τὰς ἀρετὰς τίς οὐκ ἂν θαυμάσειεν; οἵτινες μιᾷ γνώμῃ χρησάμενοι τὴν μὲν ἀφωρισμένην τάξιν ὑπὸ τῆς Ἑλλάδος οὐκ ἔλιπον, τὸν ἑαυτῶν δὲ βίον προθύμως ἐπέδωκαν εἰς τὴν κοινὴν τῶν Ἑλλήνων σωτηρίαν, καὶ μᾶλλον εἵλοντο τελευτᾶν καλῶς ἢ ζῆν αἰσχρῶς. καὶ τὴν τῶν Περσῶν δὲ κατάπληξιν οὐκ ἄν τις ἀπιστήσαι γενέσθαι. τίς γὰρ ἂν τῶν βαρβάρων ὑπέλαβε τὸ γεγενημένον; τίς δ´ ἂν προσεδόκησεν ὅτι πεντακόσιοι τὸν ἀριθμὸν ὄντες ἐτόλμησαν ἐπιθέσθαι ταῖς ἑκατὸν μυριάσι; διὸ καὶ τίς οὐκ ἂν τῶν μεταγενεστέρων ζηλώσαι τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν, οἵτινες τῷ μεγέθει τῆς περιστάσεως κατεσχημένοι τοῖς μὲν σώμασι κατεπονήθησαν, ταῖς δὲ ψυχαῖς οὐχ ἡττήθησαν; τοιγαροῦν οὗτοι μόνοι τῶν μνημονευομένων κρατηθέντες ἐνδοξότεροι γεγόνασι τῶν ἄλλων τῶν τὰς καλλίστας νίκας ἀπενηνεγμένων. χρὴ γὰρ οὐκ ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κρίνειν τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας, ἀλλ´ ἐκ τῆς προαιρέσεως· τοῦ μὲν γὰρ ἡ τύχη κυρία, τοῦ δ´ ἡ προαίρεσις δοκιμάζεται. τίς γὰρ ἂν ἐκείνων ἀμείνους ἄνδρας κρίνειεν, οἵτινες οὐδὲ τῷ χιλιοστῷ μέρει τῶν πολεμίων ἴσοι τὸν ἀριθμὸν ὄντες ἐτόλμησαν τοῖς ἀπιστουμένοις πλήθεσι παρατάξαι τὴν ἑαυτῶν ἀρετήν; οὐ κρατήσειν τῶν τοσούτων μυριάδων ἐλπίζοντες, ἀλλ´ ἀνδραγαθίᾳ τοὺς πρὸ αὐτῶν ἅπαντας ὑπερβαλεῖν νομίζοντες, καὶ τὴν μὲν μάχην αὑτοῖς εἶναι κρίνοντες πρὸς τοὺς βαρβάρους, τὸν ἀγῶνα δὲ καὶ τὴν ὑπὲρ τῶν ἀριστείων κρίσιν πρὸς ἅπαντας τοὺς ἐπ´ ἀρετῇ θαυμαζομένους ὑπάρχειν. μόνοι γὰρ τῶν ἐξ αἰῶνος μνημονευομένων εἵλοντο μᾶλλον τηρεῖν τοὺς τῆς πόλεως νόμους ἢ τὰς ἰδίας ψυχάς, οὐ δυσφοροῦντες ἐπὶ τῷ μεγίστους ἑαυτοῖς ἐφεστάναι κινδύνους, ἀλλὰ κρίνοντες εὐκταιότατον εἶναι τοῖς ἀρετὴν ἀσκοῦσι τοιούτων ἀγώνων τυγχάνειν. δικαίως δ´ ἄν τις τούτους καὶ τῆς κοινῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας αἰτίους ἡγήσαιτο ἢ τοὺς ὕστερον ἐν ταῖς πρὸς Ξέρξην μάχαις νικήσαντας· τούτων γὰρ τῶν πράξεων μνημονεύοντες οἱ μὲν βάρβαροι κατεπλάγησαν, οἱ δὲ Ἕλληνες παρωξύνθησαν πρὸς τὴν ὁμοίαν ἀνδραγαθίαν. καθόλου δὲ μόνοι τῶν πρὸ ἑαυτῶν διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἀρετῆς εἰς ἀθανασίαν μετήλλαξαν. διόπερ οὐχ οἱ τῶν ἱστοριῶν συγγραφεῖς μόνον, ἀλλὰ πολλοὶ καὶ τῶν ποιητῶν καθύμνησαν αὐτῶν τὰς ἀνδραγαθίας· ὧν γέγονε καὶ Σιμωνίδης, ὁ μελοποιός, ἄξιον τῆς ἀρετῆς αὐτῶν ποιήσας ἐγκώμιον, ἐν ᾧ λέγει :
« Τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων, εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ´ ὁ πότμος, βωμὸς δ´ ὁ τάφος, πρὸ γόων δὲ μνᾶστις, ὁ δ´ οἶτος ἔπαινος, ἐντάφιον δὲ τοιοῦτον οὔτ´ εὐρὼς οὔθ´ ὁ πανδαμάτωρ ἀμαυρώσει χρόνος ἀνδρῶν ἀγαθῶν. O δὲ σηκὸς οἰκέταν εὐδοξίαν Ἑλλάδος εἵλετο. Μαρτυρεῖ δὲ Λεωνίδας ὁ Σπάρτας βασιλεύς, ἀρετᾶς μέγαν λελοιπὼς κόσμον ἀέναόν τε κλέος.»
Διόδωρου Σικελιώτη Τόμος Ζ [11,11] : Ποιος δε θα θαύμαζε τις αρετές αυτών των αντρών; Των αντρών αυτών που, ομόψυχα, δεν εγκατέλειψαν τη θέση που τους είχε ορίσει η Ελλάδα, αλλά πρόσφεραν πρόθυμα τη δική τους ζωή για την κοινή σωτηρία των Ελλήνων και προτίμησαν να πεθάνουν τιμημένα παρά να ζήσουν ατιμασμένα. Αλλά ούτε τον τρόμο των Περσών θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει ότι υπήρξε. Γιατί ποιος από τους βαρβάρους μπορούσε να συλλάβει αυτό που έγινε; Ποιος μπορούσε να περιμένει ότι πεντακόσιοι μόλις άνθρωποι θα τολμούσαν να επιτεθούν σε ένα εκατομμύριο άντρες; Γι’ αυτό, ποιος από τους μεταγενέστερους δε θα ζήλευε την αρετή εκείνων των ανδρών που, νικημένοι από το μέγεθος της περίστασης, υποτάχτηκαν μεν σωματικά αλλά οι ψυχές τους δεν ηττήθηκαν;
Δίκαια θα θεωρούσε κανείς ότι τούτοι ήταν περισσότερο υπεύθυνοι για την κοινή ελευθερία των Ελλήνων, απ’ ότι εκείνοι που νίκησαν αργότερα στις μάχες εναντίον του Ξέρξη, γιατί ενθυμούμενοι τούτες τις πράξεις οι βάρβαροι κατατρόμαζαν, ενώ οι Έλληνες παρακινούνταν προς όμοια ανδραγαθία. Γενικά, μόνο αυτοί οι άντρες, από όσους υπήρξαν πριν από αυτούς, πέρασαν στην αθανασία λόγω της εξαιρετικής τους ανδρείας. Γι’ αυτό, όχι μόνο οι ιστορικοί συγγραφείς αλλά και πολλοί από τους ποιητές ύμνησαν τις ανδραγαθίες τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Σιμωνίδης (ο Κείος), ο λυρικός ποιητής, που συνέθεσε ένα εγκώμιο, αντάξιο της αρετής τους, στο οποίο λέει:
Εκείνων που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες,
ένδοξη η τύχη, ωραίος ο θάνατός τους,
κι ο τάφος τους βωμός˙
ανάμνηση τους πρέπει και όχι θρήνοι,
κι εγκώμιο είναι γι’ αυτούς το μοιρολόι.
Τέτοιος εντάφιος στολισμός
ποτέ τη λάμψη δε θα χάσει
απ’ τον καιρό τον παντοδαμαστή
κι ούτε σκουριά ποτέ θα τον σκεπάσει.
Στο μνήμα των αντρείων ετούτο το ιερό
η δόξα της Ελλάδας έχει θρονιαστεί
το μαρτυρά κι ο βασιλιάς της Σπάρτης ο Λεωνίδας,
που αφήνει στολίδι πίσω του αρετής τρανό
κι ένα όνομα που αμάραντο θα μείνει.
(Η μετάφραση του τελευταίου λυρικού εγκωμίου είναι του Θρ. Σταύρου)
Τιμή σ’εκείνους που στη ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες,
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι, πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει, όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κι οι Μήδοι επι τέλους θα διαβούνε» (Κ. Καβάφης)